φωτοβολώ

φωτοβολώ
φωτοβόλησα, αμτβ. και μτβ., εκπέμπω ζωηρό φως, φωτίζω άπλετα, καταλάμπω, ακτινοβολώ, καταυγάζω: Και όπου είναι κάμποι φωτοβολά και λάμπει (Γ. Βιζυηνός).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωτοβολώ — φωτοβολῶ, έω, ΝΜ, και φωτοβολάω Ν [φωτοβόλος] εκπέμπω άπλετο φως, φωτίζω έντονα, φεγγοβολώ νεοελλ. μτφ. λάμπω, αστράφτω («το πρόσωπο της φωτοβολά από ευτυχία») …   Dictionary of Greek

  • φωτοβολή — η, Ν [φωτοβολώ] φωτοβολία …   Dictionary of Greek

  • φωτοβόλημα — ήματος, το, Ν Μ [φωτοβολῶ] ακτινοβολία φωτός, φωτοβολία …   Dictionary of Greek

  • φεγγοβολώ — φεγγοβόλησα, αμτβ., εκπέμπω ζωηρό φως, φέγγω πολύ, φωτοβολώ, ακτινοβολώ, λαμποκοπώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”